Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁ (πέλομαι

См. также в других словарях:

  • πέλομαι — πέλω come into existence pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… …   Dictionary of Greek

  • αιπόλος — αἰπόλος, ο (Α) 1. αιγοβοσκός, γιδοβοσκός 2. στον Ησύχιο «αἰπόλος κάπηλος» η σημ. «κάπηλος» είτε αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία τού ομηρ. χωρίου ρ 247 (Leumann) είτε, το πιθανότερο (Latte), αποτελεί παρανάγνωση τού ἀί πολος (= ἀεί πολος) που θα… …   Dictionary of Greek

  • οιοπόλος — (I) οἰοπόλος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. (για τόπο) ερημικός, απομονωμένος 2. (για πρόσ.) μοναχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ακρο πόλος]. (II) οἰοπόλος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Ερμού) αυτός που …   Dictionary of Greek

  • τέλομαι — και κυπριακός τ. γ εν. τένται Α (ενεστ. με σημ. μέλλ.) θα είμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστωτικός τ. με σημ. μέλλοντα, που χρησιμοποιήθηκε ως μέλλοντας τού εἰμί στην κρητική διάλεκτο (πρβλ. εἶμι, νέομαι «θα επανέλθω»). Ο τ. τέλομαι ανάγεται στην ΙΕ ρίζα… …   Dictionary of Greek

  • Κυμοπόλεια — Κυμοπόλεια, ἡ (Α) θυγατέρα τού Ποσειδώνος, σύζυγος τού Βριάρεω, αυτή που περπατά πάνω στα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + πόλεια (< πόλος < πέλομαι)] …   Dictionary of Greek

  • Ταυροπόλος — Έτσι αποκαλούσαν τη θεά Άρτεμη, είτε επειδή λατρευόταν στην Ταυρική χερσόνησο ή επειδή κυνηγούσε ταύρους. Σε νομίσματα της Ικαρίας και της Αμφίπολης, η θεά εικονιζόταν καθισμένη επάνω σε ταύρους ή σε άρμα που το έσερναν βόδια. Η θεά ονομαζόταν… …   Dictionary of Greek

  • αμφίπολος — ἀμφίπολος, ον (Α) 1. ο κινούμενος γύρω από κάποιον, ο απασχολημένος με κάτι, πολυάσχολος 2. πολυσύχναστος (τύμβος) 3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφίπολος, ήδη στη Μυκηναϊκή α) υπηρέτρια, θαλαμηπόλος β) ιέρεια 4. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ὁ… …   Dictionary of Greek

  • αμφιπέλομαι — ἀμφιπέλομαι (Α) (για μουσική) περιφέρομαι, πλανιέμαι στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πέλομαι «κινούμαι, είμαι, γίνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • αστυπόλος — ἀστυπόλος, ο (Α) [πέλομαι] ο αστός, ο πολίτης …   Dictionary of Greek

  • βουκόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή από τη Μάρνη, κόρη του Θεσπία. 2. Γιος του Κολωνού και αδελφός του Όχεμου, του Λέοντα και της Όχνης. 3. Γιος του Ιπποκόοντα, που σκοτώθηκε με τον πατέρα του και τον αδελφό του στη Λακεδαίμονα από τον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»